μηνολόγιο

μηνολόγιο
Λειτουργικό βιβλίο της Βυζαντινής Εκκλησίας παράλληλο με το Μαρτυρολόγιο της Δυτικής. Περιέχει σύντομους βίους αγίων, σύμφωνα με την εορτολογική τους σειρά (1η Σεπτεμβρίου - 31η Αυγούστου) και χρησιμοποιείται κυρίως στα μοναστήρια. To M. ονομάζεται και Συναξάρι (βλ. λ.).
* * *
το (Μ μηνολόγιον)
1. κατάλογος τών μηνών
2. ως κύριο όν. το Μηνολόγιο(ν)
ονομασία με την οποία δηλώνονται διάφορα λειτουργικά βιβλία τής Ορθόδοξης Εκκλησίας και συγκεκριμένα τα Μηναία, τα σύντομα συναξάρια, που παρεμβάλλονται μετά την στ' ωδή στα Μηναία, οι συλλογές εκτενέστερων βίων αγίων, οι οποίοι καλούνται και Συναξαρισταί, οι πίνακες τών αποστολικών και ευαγγελικών αναγνωσμάτων κατά τις μνήμες τών αγίων και τις ακίνητες εορτές τού έτους, καθώς και το β' μέρος τού βιβλίου Ωρολόγιον, το οποίο περιέχει τις εορτές και τους εορταζόμενους αγίους από την 1η Σεπτεμβρίου μέχρι τις 31 Αυγούστου με τα απολυτίκια και τα κοντάκιά τους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μήν, μηνός «μήνας» + -λόγιον*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • μηνολόγιο — το βλ. μηναίο 2 …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Βυζαντινή αυτοκρατορία — I Β.α., ή αλλιώς Μεταγενέστερο Ρωμαϊκό ή Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος, αποκαλείται συμβατικά το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Πρωτεύουσα του τμήματος αυτού, που μετά την κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους συνέχισε περίπου για έντεκα… …   Dictionary of Greek

  • -λόγιο — (AM λόγιον και Μ λόγιν) β συνθετικό ουδέτερων ονομάτων από το ρ. λέγω είτε με τη σημασία τού «ομιλώ, λέω» (πρβλ. ημερολόγιο, ωρολόγιο, μοιρολόγιο, τιμολόγιο) είτε με τη σημ. τού «συλλέγω, συγκεντρώνω», οπότε και λειτούργησε ως περιληπτική… …   Dictionary of Greek

  • μήνας — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ο Αιγύπτιος (Αίγυπτος 266 – Κοτύαιο 296). Γεννήθηκε από γονείς ειδωλολάτρες. Αρχικά υπηρέτησε ως στρατιώτης στα Ρουτιλιακά Νούμερα της Φρυγίας, νωρίς όμως εγκατέλειψε τον στρατό και αποσύρθηκε σε… …   Dictionary of Greek

  • μηνάς — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ο Αιγύπτιος (Αίγυπτος 266 – Κοτύαιο 296). Γεννήθηκε από γονείς ειδωλολάτρες. Αρχικά υπηρέτησε ως στρατιώτης στα Ρουτιλιακά Νούμερα της Φρυγίας, νωρίς όμως εγκατέλειψε τον στρατό και αποσύρθηκε σε… …   Dictionary of Greek

  • Θεσσαλονίκη — I (4ος αι. π.Χ.). Κόρη του Φιλίππου Β’ της Μακεδονίας και της συζύγου του Νικησίπολης, αδελφή του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Σύζυγός της υπήρξε ο Κάσσανδρος, από τον οποίο απέκτησε τρεις γιους: τον Φίλιππο, τον Αντίπατρο και τον Αλέξανδρο. Τη σκότωσε ο… …   Dictionary of Greek

  • μηναίο — το 1. ο μισθός ή το μίσθωμα ενός μήνα, το μηνιάτικο: Σήμερα παίρνω το μηναίο μου και θα μπορέσω να πληρώσω το νοίκι. 2. το εκκλησιαστικό βιβλίο που περιέχει τις θρησκευτικές ακολουθίες κάθε μήνα, το μηνολόγιο: Τα δώδεκα μηναία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”